- Ἀριστεῖς
- Ἀριστεύςmasc acc plἈριστεύςmasc nom/voc pl (parad-form)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀριστεῖς — ἀ̱ριστεῖς , ἀριστάω take the pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀριστεύς those who excel in valour masc acc pl ἀριστεύς those who excel in valour masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριστεύς — ἀριστεύς, ο (AM) [αριστεύω] μσν. ο πρώτος στην ανδρεία, το παλληκάρι αρχ. 1. ο άριστος, ο διακεκριμένος, ο πρώτος 2. συν. στον πληθ. οἱ ἀριστεῑς οι άριστοι, οι ηγέτες, οι αρχηγοί … Dictionary of Greek